- πανήρης
- -ῆρες, Α(κατά τον Ησύχ.) «πανήρεαπᾱσιν ἀρέσκοντα», ευχάριστος, αρεστός σε όλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -ήρης (< ἀραρίσκω «ταιριάζω»), πρβλ. θυμ-ήρης / θυμαρής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek